- οινοχόος
- ο (Α οἰνοχόος)(στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.)αρχ.αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν... δημοκρατουμένη πόλις ἑλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χόος (< χέω), πρβλ. υδρο-χόος].
Dictionary of Greek. 2013.